-
1 υπόμνημα
[ипомнима] ουσ. о. докладная записка, краткое сообщение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υπόμνημα
-
2 меморандум
-
3 докладной
доклад||но́йприл:\докладнойная записка τό ὑπόμνημα, τό σημείωμα. -
4 записка
запис||каж1. τό σημείωμα, τό γραμ-ματάκι/ τό ὑπόμνημα (служебная)/ ἡ σημείωση (для памяти)! τό ραβασάκι (любовная):объяснительная \записка τό ἐπεξη-γηματικιό σημείωμα· 2.\запискаки мн. ὁΙ σημειώσεις / τά ἀπομνημονεύματα (воспоминания):путевые \запискаки οἱ ταξιδειωτικές σημειώσεις· 3.\запискаки мн. (название научных журналов) τά πρακτικά. -
5 меморандум
меморандумм τό ὑπόμνημα. -
6 отношение
отношени||ес1. ἡ στάση, ἡ σχέση προς.../ τό φέρσιμο, ἡ συμπεριφορά (об-хоокдение):бережное \отношение ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα· небрежное \отношение ἡ ἀμέλεια, ἡ ἀδιαφορία·2. (связь, касательство) ἡ σχέση [-ις[:не имея \отношениея к чему-л. δέν ἔχω σχέση μέ...· какое это имеет \отношение к...? καί τί σχέση ἔχει αὐτό μέ..;·3. \отношениея мн. (взаимное общение, связь) οἱ σχέσεις:производственные \отношениея οἱ παραγωγικές σχέσεις· деловые \отношениея οἱ ἐμπορικές σχέσεις· родственные \отношениея ἡ συγγένεια· дружеские \отношениея οἱ φιλικές σχέσεις· завязы-бать \отношениея συνάπτω σχέσεις·4. мат ὁ λόγος, ἡ ἀναλογία, ἡ σχέσις δύο ποσῶν. в прямом (обратном) \отношениеи εὐθέως (αντιστρόφως) ἀνάλογα·5. канц. τό ἐγγραφο, τό ὑπόμνημα· ◊ по \отношениею.к кому́-л., че-му́-л., в \отношениеи кого-л., чего́-л. σχετικά μέ, σέ σχέση μέ· в этом \отношениеи σχετικά μ' αὐτό· во многих \отношениеях ἀπό πολλες ἀπόψεις· во всех \отношениеях ἀπ' ὀλες τίς ἀπόψεις· ни в каком \отношениеи κατ' οὐδένα λόγον, μέ κανένα τρόπο. -
7 примечание
примечаии||ес τό σχόλιο[ν], τό ὑπόμνημα / ἡ σημείωση [-ις],ή ὑποσημείωση [-ις] (сноска):снабдить \примечаниеями σχολιάζω, ίίπο-μνηματίζω. -
8 меморандум
[μιμαράνντουμ] ουσ α υπόμνημα -
9 меморандум
[μιμαράνντουμ] ουσ α υπόμνημα -
10 дневник
-а α.1. ημερολόγιο, υπόμνημα•вести дневник κρατώ ημερολόγιο.
2. ο καθημερινός έλεγχος του μαθητή (όπου σημειώνονται τά μαθήματα, οι βαθμοί και η διαγωγή). -
11 записка
-и θ.1. σημείωμα, γραμματάκι•памятная записка μνημονικό σημείωμα•
служебная υπηρεσιακό σημείωμα•
любовная записка ερωτική επιστολή, ραβασάκι.
2. σημείωση•объяснительная записка επεξηγηματική σημείωση•
докладная υπόμνημα.
3. πλθ. -и παρατηρήσεις, αναμνήσεις•путевые -и ταξιδιωτικές σημειώσεις.
(φιλγ.) ημερολόγιο, αναμνήσεις.4. πλθ. απομνημονεύματα. -
12 меморандум
-а α.υπόμνημα.
См. также в других словарях:
ὑπόμνημα — reminder neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόμνημα — το / ὑπόμνημα, ΝΜΑ [ὑπομιμνήσκω] 1. γραπτό σημείωμα με το οποίο γίνεται υπενθύμιση για κάτι 2. κάθε μέσο με το οποίο υπενθυμίζει κανείς κάτι σε κάποιον 3. γραπτή αίτηση ή αναφορά απευθυνόμενη σε μια αρχή με σκοπό την γνωστοποίηση ή υπενθύμιση… … Dictionary of Greek
υπόμνημα — το, ατος 1. έγγραφο με το οποίο υπενθυμίζεται κάτι, υπομνηστικό σημείωμα. 2. γραπτή έκθεση για καταστάσεις ή γεγονότα, που υποβάλλεται σε κάποια αρχή για να ενεργήσει αυτή όπως πρέπει: Δώσαμε στο νομάρχη το υπόμνημα για τη διάνοιξη του δρόμου. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπόμνημ' — ὑπόμνημα , ὑπόμνημα reminder neut nom/voc/acc sg ὑπόμνημαι , ὑπομνάομαι court clandestinely pres ind mp 1st sg ὑ̱πόμνημαι , ὑπομνάομαι court clandestinely perf ind mp 1st sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνημάτων — ὑπόμνημα reminder neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνήμασι — ὑπόμνημα reminder neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνήμασιν — ὑπόμνημα reminder neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνήματα — ὑπόμνημα reminder neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνήματι — ὑπόμνημα reminder neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνήματος — ὑπόμνημα reminder neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπομνηματικός — ή, ό / ὑπομνηματικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπόμνημα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ὑπόμνημα ή αυτός που χρησιμεύει για υπόμνημα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ερμηνευτικές σημειώσεις, σε σχόλια κειμένων αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek