Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το υπόμνημα

  • 1 υπόμνημα

    [ипомнима] ουσ. о. докладная записка, краткое сообщение.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υπόμνημα

  • 2 меморандум

    меморандум м το υπόμνημα
    * * *
    м
    το υπόμνημα

    Русско-греческий словарь > меморандум

  • 3 докладной

    доклад||но́й
    прил:
    \докладнойная записка τό ὑπόμνημα, τό σημείωμα.

    Русско-новогреческий словарь > докладной

  • 4 записка

    запис||ка
    ж
    1. τό σημείωμα, τό γραμ-ματάκι/ τό ὑπόμνημα (служебная)/ ἡ σημείωση (для памяти)! τό ραβασάκι (любовная):
    объяснительная \записка τό ἐπεξη-γηματικιό σημείωμα· 2.\запискаки мн. ὁΙ σημειώσεις / τά ἀπομνημονεύματα (воспоминания):
    путевые \запискаки οἱ ταξιδειωτικές σημειώσεις· 3.\запискаки мн. (название научных журналов) τά πρακτικά.

    Русско-новогреческий словарь > записка

  • 5 меморандум

    меморандум
    м τό ὑπόμνημα.

    Русско-новогреческий словарь > меморандум

  • 6 отношение

    отношени||е
    с
    1. ἡ στάση, ἡ σχέση προς.../ τό φέρσιμο, ἡ συμπεριφορά (об-хоокдение):
    бережное \отношение ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα· небрежное \отношение ἡ ἀμέλεια, ἡ ἀδιαφορία·
    2. (связь, касательство) ἡ σχέση [-ις[:
    не имея \отношениея к чему-л. δέν ἔχω σχέση μέ...· какое это имеет \отношение к...? καί τί σχέση ἔχει αὐτό μέ..;·
    3. \отношениея мн. (взаимное общение, связь) οἱ σχέσεις:
    производственные \отношениея οἱ παραγωγικές σχέσεις· деловые \отношениея οἱ ἐμπορικές σχέσεις· родственные \отношениея ἡ συγγένεια· дружеские \отношениея οἱ φιλικές σχέσεις· завязы-бать \отношениея συνάπτω σχέσεις·
    4. мат ὁ λόγος, ἡ ἀναλογία, ἡ σχέσις δύο ποσῶν. в прямом (обратном) \отношениеи εὐθέως (αντιστρόφως) ἀνάλογα·
    5. канц. τό ἐγγραφο, τό ὑπόμνημα· ◊ по \отношениею.к кому́-л., че-му́-л., в \отношениеи кого-л., чего́-л. σχετικά μέ, σέ σχέση μέ· в этом \отношениеи σχετικά μ' αὐτό· во многих \отношениеях ἀπό πολλες ἀπόψεις· во всех \отношениеях ἀπ' ὀλες τίς ἀπόψεις· ни в каком \отношениеи κατ' οὐδένα λόγον, μέ κανένα τρόπο.

    Русско-новогреческий словарь > отношение

  • 7 примечание

    примечаии||е
    с τό σχόλιο[ν], τό ὑπόμνημα / ἡ σημείωση [-ις],ή ὑποσημείωση [-ις] (сноска):
    снабдить \примечаниеями σχολιάζω, ίίπο-μνηματίζω.

    Русско-новогреческий словарь > примечание

  • 8 меморандум

    [μιμαράνντουμ] ουσ α υπόμνημα

    Русско-греческий новый словарь > меморандум

  • 9 меморандум

    [μιμαράνντουμ] ουσ α υπόμνημα

    Русско-эллинский словарь > меморандум

  • 10 дневник

    α.
    1. ημερολόγιο, υπόμνημα•

    вести дневник κρατώ ημερολόγιο.

    2. ο καθημερινός έλεγχος του μαθητή (όπου σημειώνονται τά μαθήματα, οι βαθμοί και η διαγωγή).

    Большой русско-греческий словарь > дневник

  • 11 записка

    θ.
    1. σημείωμα, γραμματάκι•

    памятная записка μνημονικό σημείωμα•

    служебная υπηρεσιακό σημείωμα•

    любовная записка ερωτική επιστολή, ραβασάκι.

    2. σημείωση•

    объяснительная записка επεξηγηματική σημείωση•

    докладная υπόμνημα.

    3. πλθ. -и παρατηρήσεις, αναμνήσεις•

    путевые -и ταξιδιωτικές σημειώσεις.

    (φιλγ.) ημερολόγιο, αναμνήσεις.
    4. πλθ. απομνημονεύματα.

    Большой русско-греческий словарь > записка

  • 12 меморандум

    α.
    υπόμνημα.

    Большой русско-греческий словарь > меморандум

См. также в других словарях:

  • ὑπόμνημα — reminder neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόμνημα — το / ὑπόμνημα, ΝΜΑ [ὑπομιμνήσκω] 1. γραπτό σημείωμα με το οποίο γίνεται υπενθύμιση για κάτι 2. κάθε μέσο με το οποίο υπενθυμίζει κανείς κάτι σε κάποιον 3. γραπτή αίτηση ή αναφορά απευθυνόμενη σε μια αρχή με σκοπό την γνωστοποίηση ή υπενθύμιση… …   Dictionary of Greek

  • υπόμνημα — το, ατος 1. έγγραφο με το οποίο υπενθυμίζεται κάτι, υπομνηστικό σημείωμα. 2. γραπτή έκθεση για καταστάσεις ή γεγονότα, που υποβάλλεται σε κάποια αρχή για να ενεργήσει αυτή όπως πρέπει: Δώσαμε στο νομάρχη το υπόμνημα για τη διάνοιξη του δρόμου. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπόμνημ' — ὑπόμνημα , ὑπόμνημα reminder neut nom/voc/acc sg ὑπόμνημαι , ὑπομνάομαι court clandestinely pres ind mp 1st sg ὑ̱πόμνημαι , ὑπομνάομαι court clandestinely perf ind mp 1st sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνημάτων — ὑπόμνημα reminder neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνήμασι — ὑπόμνημα reminder neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνήμασιν — ὑπόμνημα reminder neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνήματα — ὑπόμνημα reminder neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνήματι — ὑπόμνημα reminder neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνήματος — ὑπόμνημα reminder neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπομνηματικός — ή, ό / ὑπομνηματικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπόμνημα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ὑπόμνημα ή αυτός που χρησιμεύει για υπόμνημα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ερμηνευτικές σημειώσεις, σε σχόλια κειμένων αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»